αλαμπουρνέζικος

αλαμπουρνέζικος
-η, -ο [αλαμπουρνέζικα]
αυτός που λέγεται σε ακατάληπτη γλώσσα, ασυνάρτητος, ακατανόητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλαμπουρνέζικος — η, ο επίρρ. α (λ. ιταλ.) 1. αυτός που λέγεται σε γλώσσα ακατανόητη: Αυτά που λες είναι αλαμπουρνέζικα. 2. αλλόκοτος, παράδοξος: Φορούσε κάτι ρούχα αλαμπουρνέζικα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλαμπουρνέζικα — τα ακατανόητα, αλλόκοτα, ακατάληπτα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης προέλευσης. Κατά τον Φαιδ. Κουκουλέ, η λ. προέρχεται από τη φράση αλά Μπουρνέζικα, «στα Μπουρνέζικα, δηλ. στη γλώσσα τής Σουδανικής φυλής Μπουρνού» απ’ όπου και η σημασία «αλλόκοτα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”